εκμισθωτής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκμισθωτής οι εκμισθωτές
      γενική του εκμισθωτή των εκμισθωτών
    αιτιατική τον εκμισθωτή τους εκμισθωτές
     κλητική εκμισθωτή εκμισθωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκμισθωτής < εκμισθω-(νω) + -τής

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ek.mi.sθoˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐μι‐σθω‐τής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εκμισθωτής αρσενικό (θηλυκό εκμισθώτρια)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις μισθώνω και μισθός

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]