εκπαιδευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκπαιδευτικός < εκπαιδεύ(ω) + -τικός [1]
- και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό και θηλυκό
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ek.pe.ðe.ftiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐παι‐δευ‐τι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]εκπαιδευτικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται ή ανήκει στην εκπαίδευση
- ⮡ η εκπαιδευτική κοινότητα
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη εκπαιδεύω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκπαιδευτικός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα, εκπαίδευση) ο εργαζόμενος στην εκπαίδευση, νηπιαγωγός, δάσκαλος ή καθηγητής
- ⮡ οι εκπαιδευτικοί απεργούν ζητώντας αυξήσεις μισθών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκπαιδευτικός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εκπαιδευτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -τικός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Εκπαίδευση (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)