ηνίο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ηνίο | τα | ηνία |
γενική | του | ηνίου | των | ηνίων |
αιτιατική | το | ηνίο | τα | ηνία |
κλητική | ηνίο | ηνία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηνίο < (καθαρεύουσα) ἡνίον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική *ἡνίον, μόνο στον πληθυντικό ἡνία [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /iˈni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐νί‐ο
- ομόηχο: ινίο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηνίο ουδέτερο
- καθένα από τα δύο λουριά από σχοινί ή δέρμα, που η μία άκρη του στερεώνεται στο χαλινάρι ενός αλόγου ή ενός γαϊδουριού και η άλλη βρίσκεται στα χέρια του αναβάτη και του επιτρέπει να ελέγχει το ζώο
- ≈ συνώνυμα: γκέμι (λαϊκότροπο)
- (μεταφορικά στον πληθυντικό η διακυβέρνηση, ο έλεγχος ενός κράτους, ενός οργανισμού, μιας εταιρείας κ.λπ.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- αναλαμβάνω τα ηνία
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ηνίο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)