θέρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θέρος τα θέρη
      γενική του θέρους
    αιτιατική το θέρος τα θέρη
     κλητική θέρος θέρη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈθe.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θέ‐ρος

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θέρος < αρχαία ελληνική θέρος < πρωτοελληνική *tʰéros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷʰéros (ζέστη, ζεστός καιρός) < *gʷʰer- (ζεστός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θέρος ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θέρος οι θέροι
      γενική του θέρου των θέρων
    αιτιατική τον θέρο τους θέρους
     κλητική θέρο θέροι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
θέρος < το θέρος < αρχαία ελληνική θέρος < πρωτοελληνική *tʰéros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷʰéros (ζέστη, ζεστός καιρός) < *gʷʰer- (ζεστός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θέρος αρσενικό

  1. ο θερισμός
  2. (κατ’ επέκταση) η εποχή του θερισμού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]