θαλασσοδαρμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θαλασσοδαρμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος θαλασσοδέρνω. Μορφολογικά αναλύεται σε θαλασσο- + δαρμένος.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θa.la.so.ðaɾˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θα‐λασ‐σο‐δαρ‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
θαλασσοδαρμένος, -η, -ο
- που τον χτυπούν τα κύματα της θάλασσας
- ↪ θαλασσοδαρμένος βράχος
- ≋ ταυτόσημα: θαλασσόδαρτος
- που έχει αντιμετωπίσει μεγάλες τρικυμίες
- ↪ θαλασσοδαρμένος ναυτικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- θαλασσοδαρμός
- θαλασσοδάρσιμο
- θαλασσόδαρτος
- → και δείτε τις λέξεις θαλασσοδέρνω, θάλασσα και δέρνω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θαλασσοδαρμένος
|