ιερόδουλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιερόδουλη < ιερόδουλος + -η < ελληνιστική κοινή ἱερόδουλος < αρχαία ελληνική ἱερός + δοῦλος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.eˈro.ðu.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ε‐ρό‐δου‐λη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιερόδουλη θηλυκό
- (στην αρχαιότητα) γυναίκα που αφιερώνεται σε ένα ιερό και προσφέρει τον εαυτό της έναντι αμοιβής
- (επάγγελμα, λόγιο) η πόρνη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ιερόδουλη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιερόδουλη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ασημόσκονη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -η (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)