λαλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λαλιά | οι | λαλιές |
γενική | της | λαλιάς | των | λαλιών |
αιτιατική | τη | λαλιά | τις | λαλιές |
κλητική | λαλιά | λαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαλιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λαλιά < λαλῶ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /laˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐λιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαλιά θηλυκό
- η φωνή, η μιλιά, η ομιλία, η ικανότητα του να μιλάει κανείς
- ↪ έχασε τη λαλιά του
- η γλώσσα
- ↪ η ελληνική λαλιά
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- χάνω τη λαλιά μου
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη λαλώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | λαλιᾱ́ | αἱ | λαλιαί |
γενική | τῆς | λαλιᾶς | τῶν | λαλιῶν |
δοτική | τῇ | λαλιᾷ | ταῖς | λαλιαῖς |
αιτιατική | τὴν | λαλιᾱ́ν | τὰς | λαλιᾱ́ς |
κλητική ὦ! | λαλιᾱ́ | λαλιαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λαλιᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λαλιαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη λαλέω
Πηγές[επεξεργασία]
- λαλιά - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λαλιά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'στρατιά' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'στρατιά' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)