πολίχνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πολίχνη | οι | πολίχνες |
γενική | της | πολίχνης | των | πολιχνών |
αιτιατική | την | πολίχνη | τις | πολίχνες |
κλητική | πολίχνη | πολίχνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολίχνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολίχνη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /poˈli.xni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λί‐χνη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολίχνη θηλυκό
- η μικρή πόλη
- ※ ἐγνώριζε δ᾽ ἐκ μνήμης ὅλα τὰ ὀνόματα τῆς πολίχνης, ἀποθαμένα καὶ ζωντανά (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πόλη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- πολίχνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πολίχνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πολιχνα- | |||||
ονομαστική | ἡ | πολίχνη | αἱ | πολίχναι | |
γενική | τῆς | πολίχνης | τῶν | πολιχνῶν | |
δοτική | τῇ | πολίχνῃ | ταῖς | πολίχναις | |
αιτιατική | τὴν | πολίχνην | τὰς | πολίχνᾱς | |
κλητική ὦ! | πολίχνη | πολίχναι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολίχνᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | πολίχναιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. Η προσωδία, όπως στον πληθυντικό σε κείμενα. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολίχνη, ήδη τον 8ο αιώνα σε απόσπασμα του Ησίοδου < πόλις + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολίχνη, -ης θηλυκό
- (υποκοριστικό) μικρή πόλη
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7, 4.6 @perseus.tufuts.edu
- ἐπὶ τῇ ἐν τῷ Ὀλυμπιείῳ πολίχνῃ ἐτετάχατο
- ※ 1ος↑↓ αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 8.4, 11 @perseus.tufts.edu @scaife.perseus
- ἔξω γὰρ τῆς Σπάρτης αἱ λοιπαὶ πολίχναι τινές εἰσι περὶ τριάκοντα τὸν ἀριθμόν
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7, 4.6 @perseus.tufuts.edu
- φρούριο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- πολίχνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολίχνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Θουκυδίδη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Στράβωνα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)