προνομία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: προνόμια

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προνομία οι προνομίες
      γενική της προνομίας των προνομιών
    αιτιατική την προνομία τις προνομίες
     κλητική προνομία προνομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προνομία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προνομία < προ- + αρχαία ελληνική νόμ(ος) + -ία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.noˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐νο‐μί‐α
τονικό παρώνυμο: προνόμια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προνομία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προνομί αἱ προνομίαι
      γενική τῆς προνομίᾱς τῶν προνομιῶν
      δοτική τῇ προνομί ταῖς προνομίαις
    αιτιατική τὴν προνομίᾱν τὰς προνομίᾱς
     κλητική ! προνομί προνομίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προνομί
γεν-δοτ τοῖν  προνομίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προνομία (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική προ- + αρχαία ελληνική νόμ(ος) + -ία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προνομία θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]