τέμπερα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τέμπερα οι τέμπερες
      γενική της τέμπερας
    αιτιατική την τέμπερα τις τέμπερες
     κλητική τέμπερα τέμπερες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τέμπερα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tempera < temperare < λατινική temperare, απαρέμφατο ενστώτα του ρήματος tempo < tempus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tempos < *temp- (τέντωμα, χορδή) ή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *temh₂- (κόβω)
Τέμπερες διαφόρων χρωμάτων.
Μια τέμπερα σε χαρτί.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈtem.pe.ɾa/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τέμπερα θηλυκό

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]