τανάλια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τανάλια | οι | τανάλιες |
γενική | της | τανάλιας | των | (ταναλιών) |
αιτιατική | την | τανάλια | τις | τανάλιες |
κλητική | τανάλια | τανάλιες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τανάλια < (άμεσο δάνειο) ιταλική tanaglia / tenaglia < οξιτανική tenalha < λατινική tenacula, πληθυντικός του tenaculum < teneo (κρατώ)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /taˈna.ʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐νά‐λια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τανάλια θηλυκό
- (κυριολεκτικά) μεταλλικό εργαλείο εξαγωγής καρφιών
- (κατ’ επέκταση) οδοντάγρα
- (μεταφορικά) πιεστική δράση, συμπεριφορά ή κατάσταση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Pincers (tool) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- πένσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οξιτανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εργαλεία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)