φάβα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φάβα | οι | φάβες |
γενική | της | φάβας | — | |
αιτιατική | τη | φάβα | τις | φάβες |
κλητική | φάβα | φάβες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φάβα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φάβα (ουδέτερο)[1] < λατινική faba < πρωτοϊταλική *fafā[2] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰabʰ- (φασόλι)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈfa.va/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φά‐βα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φάβα θηλυκό
- φαγητό το οποίο στην Ελλάδα παρασκευάζεται συνήθως από το φυτό λαθούρι αλλά και από μερικά ακόμη βρασμένα και αλεσμένα όσπρια, είτε ξερά μπιζέλια είτε κουκιά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κάποιο λάκκο έχει η φάβα: κάτι ύποπτο υπάρχει στην υπόθεση, κάτι θέλει αυτός και φέρεται τόσο καλά
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- φάβα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | φάβᾰ | τὰ | φάβᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | φάβᾰτος | τῶν | φαβᾰ́των |
δοτική | τῷ | φάβᾰτῐ | τοῖς | φάβᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | φάβᾰ | τὰ | φάβᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | φάβᾰ | φάβᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φάβᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φαβᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φάβα ουδέτερο
Πηγές[επεξεργασία]
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- φάβα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ φάβα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Michiel de Vaan, Etymological Dictionary of Latin and the other Italic Languages (Leiden Indo-European Etymological Dictionary Series; 7), εκδ. Brill, Leiden, Boston 2008, σελ 197, λήμμα faba. Ο Michiel de Vaan γράφει ότι η λατινική λέξη προέρχεται από το ευρωπαϊκό γλωσσικό υπόστρωμα και δεν μπορούμε να αναχθούμε σε πρωτοϊνδοευρωπαϊκή λέξη ("No PIE word can be reconstructed. Since the Italic, Slavic and Germanic words are similar in form and meaning, they are probably independent loanwords from a European substratum word of the form *bab- (or similar) 'bean'.")
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊταλική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κτῆμα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βλέμμα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)