γάλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Αλλαγή ξεν με τ |
|||
Γραμμή 91: | Γραμμή 91: | ||
[[ast:γάλα]] |
[[ast:γάλα]] |
||
[[en:γάλα]] |
[[en:γάλα]] |
||
[[et:γάλα]] |
|||
[[fi:γάλα]] |
[[fi:γάλα]] |
||
[[fr:γάλα]] |
[[fr:γάλα]] |
||
Γραμμή 103: | Γραμμή 104: | ||
[[pt:γάλα]] |
[[pt:γάλα]] |
||
[[ru:γάλα]] |
[[ru:γάλα]] |
||
[[th:γάλα]] |
|||
[[tr:γάλα]] |
[[tr:γάλα]] |
Αναθεώρηση της 08:48, 3 Απριλίου 2009
- αρχαία λέξη που χρησιμοποιείται συνεχώς από τον Όμηρο μέχρι σήμερα
Πρότυπο:-ουσ- γάλα ουδέτερο (πληθυντικός γάλατα)
- θρεπτικό υγρό με υπόλευκο χρώμα και ελαφρώς γλυκιά γεύση, που εκκρίνεται από τους μαστούς των θηλυκών θηλαστικών μετά από την εγκυμοσύνη και με το οποίο τρέφονται τα μικρά τους
- αγελαδινό γάλα
- το υγρό που υφίσταται επεξεργασία από γαλακτοβιομηχανίες για κατανάλωση ή για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων
- παστεριωμένο γάλα
και