γάλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{=el=}} |
{{=el=}} |
||
{{-ετυμ-}} |
{{-ετυμ-}} |
||
: Aρχαία λέξη που χρησιμοποιείται συνεχώς από τον Όμηρο μέχρι σήμερα |
: Aρχαία λέξη που χρησιμοποιείται συνεχώς από τον Όμηρο μέχρι σήμερα |
||
{{-ουσ-|el}} |
{{-ουσ-|el}} |
||
{{el-κλίσ-'κύμα'|γάλ| |
{{el-κλίσ-'κύμα'|γάλ|γαλ}} |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
||
* θρεπτικό υγρό με υπόλευκο χρώμα και ελαφρώς γλυκιά γεύση, που εκκρίνεται από τους μαστούς των [[θηλυκό|θηλυκών]] [[θηλαστικό|θηλαστικών]] μετά από την [[εγκυμοσύνη]] και με το οποίο [[τρέφομαι|τρέφονται]] τα μικρά τους |
* θρεπτικό υγρό με υπόλευκο χρώμα και ελαφρώς γλυκιά γεύση, που εκκρίνεται από τους μαστούς των [[θηλυκό|θηλυκών]] [[θηλαστικό|θηλαστικών]] μετά από την [[εγκυμοσύνη]] και με το οποίο [[τρέφομαι|τρέφονται]] τα μικρά τους |
||
Γραμμή 35: | Γραμμή 34: | ||
{{(}} |
{{(}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|milk}} |
* {{en}} : {{τ|en|milk}} |
||
* {{ar}}: {{τ|ar|حليب|tr=ḥalyb}} {{α}} |
|||
* {{ast}} : {{τ|ast|lleche}} |
* {{ast}} : {{τ|ast|lleche}} |
||
* {{eu}} : {{τ|eu|esne}} |
* {{eu}} : {{τ|eu|esne}} |
||
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}}--> |
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}}--> |
||
* {{bg}} : {{τ|bg|мляко}} {{ο}} |
* {{bg}} : {{τ|bg|мляко|tr=mljako}} {{ο}} |
||
* {{br}} : {{τ|br|laezh}} {{α}} |
* {{br}} : {{τ|br|laezh}} {{α}} |
||
* {{fr}} : {{τ|fr|lait}} {{α}} |
* {{fr}} : {{τ|fr|lait}} {{α}} |
||
Γραμμή 58: | Γραμμή 57: | ||
* {{ko}} : {{τ|ko|우유|tr=uyu}} |
* {{ko}} : {{τ|ko|우유|tr=uyu}} |
||
* {{ku}} : {{τ|ku|şîr}} {{α}} |
* {{ku}} : {{τ|ku|şîr}} {{α}} |
||
* {{hr}} : {{τ|hr|mlijeko}} |
* {{hr}} : {{τ|hr|mlijeko}}, [[mliko]] |
||
{{-}} |
{{-}} |
||
* {{la}} : {{τ|la|lac}} {{ο}} |
* {{la}} : {{τ|la|lac}} {{ο}} |
Αναθεώρηση της 12:13, 18 Αυγούστου 2009
- Aρχαία λέξη που χρησιμοποιείται συνεχώς από τον Όμηρο μέχρι σήμερα
Πρότυπο:-ουσ- Πρότυπο:el-κλίσ-'κύμα' γάλα ουδέτερο
- θρεπτικό υγρό με υπόλευκο χρώμα και ελαφρώς γλυκιά γεύση, που εκκρίνεται από τους μαστούς των θηλυκών θηλαστικών μετά από την εγκυμοσύνη και με το οποίο τρέφονται τα μικρά τους
- αγελαδινό γάλα
- το υγρό που υφίσταται επεξεργασία από γαλακτοβιομηχανίες για κατανάλωση ή για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων
- παστεριωμένο γάλα
και