όργανο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) |
||
Γραμμή 10: | Γραμμή 10: | ||
#: ''το μάτι είναι το '''όργανο''' της ακοής'' |
#: ''το μάτι είναι το '''όργανο''' της ακοής'' |
||
#: ''η σφαίρα ευτυχώςδεν έπληξε κανένα ζωτικό '''όργανο''' του θύματος'' |
#: ''η σφαίρα ευτυχώςδεν έπληξε κανένα ζωτικό '''όργανο''' του θύματος'' |
||
# (''μουσική'') |
# (''μουσική'') αντικείμενο που με τον κατάλληλο χειρισμό μπορεί να παραγάγει μουσικούς φθόγγους |
||
#: ''ξέρει να παίζει πιάνο, αλλά και κιθάρα και άλλα έγχορδα '''όργανα''''' |
#: ''ξέρει να παίζει πιάνο, αλλά και κιθάρα και άλλα έγχορδα '''όργανα''''' |
||
# το [[εκκλησιαστικό όργανο]] |
|||
# [[έντυπο]] που εκδίδεται από ένα κόμμα και εκφράζει τις πολιτικές του απόψεις |
|||
#: ''ο "Ριζοσπάστης" είναι όργανο της ΚΕ του ΚΚΕ'' |
|||
# άνθρωπος που δρα κατόπιν εντολών χωρίς δική του πρωτοβουλία |
# άνθρωπος που δρα κατόπιν εντολών χωρίς δική του πρωτοβουλία |
||
# |
# το ''αστυνομικό όργανο'', ένας [[αστυνομικός]] |
||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
Αναθεώρηση της 20:34, 25 Δεκεμβρίου 2011
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | όργανο | τα | όργανα |
γενική | του | οργάνου & όργανου |
των | οργάνων |
αιτιατική | το | όργανο | τα | όργανα |
κλητική | όργανο | όργανα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
όργανο < αρχαία ελληνική ὄργανον
Ουσιαστικό
όργανο ουδέτερο
- αυτό που χρησιμεύει στην εκτέλεση μιας εργασίας
- (βιολογία) σύνολο ιστών που αποτελούν οργανική ενότητα και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία σε έναν ζωντανό οργανισμό
- το μάτι είναι το όργανο της ακοής
- η σφαίρα ευτυχώςδεν έπληξε κανένα ζωτικό όργανο του θύματος
- (μουσική) αντικείμενο που με τον κατάλληλο χειρισμό μπορεί να παραγάγει μουσικούς φθόγγους
- ξέρει να παίζει πιάνο, αλλά και κιθάρα και άλλα έγχορδα όργανα
- το εκκλησιαστικό όργανο
- έντυπο που εκδίδεται από ένα κόμμα και εκφράζει τις πολιτικές του απόψεις
- ο "Ριζοσπάστης" είναι όργανο της ΚΕ του ΚΚΕ
- άνθρωπος που δρα κατόπιν εντολών χωρίς δική του πρωτοβουλία
- το αστυνομικό όργανο, ένας αστυνομικός
Συγγενικά
- οργανάκι
- οργανέτο
- οργανίδιο
- οργανικά
- οργανικισμός
- οργανικός
- οργανισμός
- οργανίστας
- οργανιστής
- οργανωμένος
- οργανώνω
- οργάνωση
- οργανώσιμος
- οργανωτής - οργανώτρια
- οργανωτικός
Σύνθετα
- οργανογένεια, οργανογένεση, οργανογενετικός, οργανογενής, οργανογόνος
- οργανόγραμμα
- οργανογραφία, οργανογραφικός
- οργανοειδής
- οργανοθεραπεία
- οργανοληπτικός
- οργανολογία, οργανολογικός
- οργανομεταλλικός
- οργανοπαίχτης
- οργανοποιείο, οργανοποιία, οργανοποιός
- οργανοταξία
Μεταφράσεις
όργανο
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «οργανο'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'όργανο'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «οργανο».