συντροφιά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
|||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{δείτε|συντροφία|συντρόφια}} |
|||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{προσχέδιο}} |
|||
{{el-κλίσ-'καρδιά'}} |
{{el-κλίσ-'καρδιά'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc-koi|el|συντροφία}} < {{ετυμ|grc|el|σύντροφος}} < [[σύν]] + [[τρέφω]] ({{σμσδ|fr|el|compagnie}}<ref>{{Β:Χρηστικό}}</ref>) |
|||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}} |
|||
==={{προφορά}}=== |
|||
{{ΔΦΑ|sindɾɔˈfça|γλ=el}} |
|||
:{{συλλ|συ|ντρο|φιά}} |
|||
:{{συλλ|παλ=1|συν|τρο|φιά}} |
|||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
||
#[[συναναστροφή]] [[ανθρώπων]] για λόγους [[συμπαράσταση]]ς, [[βοήθεια]]ς, [[υποστήριξη]]ς, [[παρέα]]ς [[κ.λπ.]] |
|||
# {{λείπει ο ορισμός}} |
|||
#η [[παραπάνω]] [[ομάδα]] [[ανθρώπων]] |
|||
#:{{συνων}} [[παρέα]] |
|||
#[[ομάδα]] [[ανθρώπων]] που έχουν [[κοινά]] [[ενδιαφέρον]]τα και [[αναζητήσεις]] |
|||
===={{συγγενικά}}==== |
|||
*{{βλ|σύντροφος|συν|τρέφω}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
Γραμμή 52: | Γραμμή 64: | ||
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} --> |
||
{{μτφ-τέλος}} |
|||
==={{επίρρημα|el}}=== |
|||
'''{{PAGENAME}}''' |
|||
*[[μαζί]] |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
|||
{{μτφ-αρχή}} |
|||
*{{βλ|μαζί}} |
|||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
Αναθεώρηση της 05:31, 1 Απριλίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συντροφιά | οι | συντροφιές |
γενική | της | συντροφιάς | των | συντροφιών |
αιτιατική | τη | συντροφιά | τις | συντροφιές |
κλητική | συντροφιά | συντροφιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- συντροφιά < ελληνιστική κοινή συντροφία < αρχαία ελληνική σύντροφος < σύν + τρέφω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική compagnie[1])
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ντρο‐φιά
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐τρο‐φιά
Ουσιαστικό
συντροφιά θηλυκό
- συναναστροφή ανθρώπων για λόγους συμπαράστασης, βοήθειας, υποστήριξης, παρέας κ.λπ.
- η παραπάνω ομάδα ανθρώπων
- ομάδα ανθρώπων που έχουν κοινά ενδιαφέροντα και αναζητήσεις
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Επίρρημα
συντροφιά
Μεταφράσεις
συντροφιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)