ανάπτυγμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανάπτυγμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα τού αναπτύσσω
- (σπάνιο) η ανάπτυξη
- (μαθηματικά) σειρά
- (στρατιωτικός όρος) η έκταση στην οποία αναπτύσσεται μια στρατιωτική μονάδα στο μέτωπο και ο σχηματισμός της