βλιχώδης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βληχώδης

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
βλιχωδεσ-
ονομαστική / βλιχώδης τὸ βλιχῶδες
      γενική τοῦ/τῆς βλιχώδους τοῦ βλιχώδους
      δοτική τῷ/τῇ βλιχώδει τῷ βλιχώδει
    αιτιατική τὸν/τὴν βλιχώδη τὸ βλιχῶδες
     κλητική ! βλιχῶδες βλιχῶδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ βλιχώδεις τὰ βλιχώδη
      γενική τῶν βλιχώδων τῶν βλιχώδων
      δοτική τοῖς/ταῖς βλιχώδεσ(ν) τοῖς βλιχώδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς βλιχώδεις τὰ βλιχώδη
     κλητική ! βλιχώδεις βλιχώδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βλιχώδει τὼ βλιχώδει
      γεν-δοτ τοῖν βλιχώδοιν τοῖν βλιχώδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βλιχώδης ήδη στον Ιπποκράτη < ...? + -ώδης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

βλιχώδης, -ης, -ες

  1. γλοιώδης
    ※  1ος αιώνας κε Ερωτιανός γραμματικός, Τῶν παρ' Ἱπποκράτει λέξεων συναγωγή, 58, 7 [Hp. VC 19 apud Erot.] Erotiani vocum Hippocraticarum collectio cum fragmentis, 58.7., Upsaliae Appelbergs Boktryckeri, 1918. @archive.org
    Βλιχῶδες· οἱ δὲ γλισχρῶδες. ᾿Επικλῆς μέν φησι τὸ λελιπασμένον μετὰ γλοιώδους ὑγρασίας ἀκαθάρτου, Εὐφορίων δὲ τὸ ἐκπεπιεσμένον καὶ κατάξηρον. Βακχεῖος δὲ καὶ Λυσίμαχος διὰ τοῦ π γράφουσι πλιχῶδες, σημᾶναι θέλοντες τὸ ἐξεπτυγμένον.
    ※  4ος αιώνας κε Ὀρειβάσιος (Ορειβάσιος@asiaminor.ehw.gr), Ἰατρικαὶ Συναγωγαί, 46, 23, 4 Oeuvres d'Oribase, Imprim. impériole, 1862 σελ.193-194 @books.google
    Διὰ τοῦτο ἄρα πυρετοὶ μετὰ φρίκης ἐπιγίνονται, ἔρευθος προσώπου, καὶ περισσὴ ἡ θέρμη ἡ κατὰ τὸν πυρετόν, ταραχώδεις τε ὕπνοι, ὀφθαλμοὶ ὑπολίπαροι καὶ λημώδεις καὶ ἐρυθροί, ἄτροφόν τε τὸ ἕλκος καὶ ἀνεκπύητον καὶ βλιχῶδες· ἔστι δ' οἷς καὶ ἐπὶ γλώσσῃ φλυκτίς. οὗτοι ταχέως μὲν χειρισθέντες ὑπόνοιαν ἔχουσι σωτηρίας, βραδέως δ' ὡς ἐπίπαν τελευτῶσιν.
  2. συναχωμένος, που τρέχει η μύτη του
     συνώνυμα: κορυζῶν
  3. κολλώδης
  4. (για ψάρια) που εκκρίνει βλέννα
     συνώνυμα: βλιχανώδης

Πηγές[επεξεργασία]