δαφοινός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό & θηλυκό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δαφοινός δαφοινή τὸ δαφοινόν
      γενική τοῦ/τῆς δαφοινοῦ τῆς δαφοινῆς τοῦ δαφοινοῦ
      δοτική τῷ/τῇ δαφοιν τῇ δαφοιν τῷ δαφοιν
    αιτιατική τὸν/τὴν δαφοινόν τὴν δαφοινήν τὸ δαφοινόν
     κλητική ! δαφοινέ δαφοινή δαφοινόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δαφοινοί αἱ δαφοιναί τὰ δαφοινᾰ́
      γενική τῶν δαφοινῶν τῶν δαφοινῶν τῶν δαφοινῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς δαφοινοῖς ταῖς δαφοιναῖς τοῖς δαφοινοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς δαφοινούς τὰς δαφοινᾱ́ς τὰ δαφοινᾰ́
     κλητική ! δαφοινοί δαφοιναί δαφοινᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δαφοινώ τὼ δαφοινᾱ́ τὼ δαφοινώ
      γεν-δοτ τοῖν δαφοινοῖν τοῖν δαφοιναῖν τοῖν δαφοινοῖν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, περισσότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'κολοβός' όπως «κολοβός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δαφοινός < δα- + φοινός

Επίθετο[επεξεργασία]

δαφοινός, -ός/ή, -όν

  1. (για άγρια ζώα) με βαθύ κόκκινο τρίχωμα, κοκκινωπός, καστανόξανθος, κατακόκκινος
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 23 (21-24)
    ὀρθωθεὶς δ᾽ ἔνδυνε περὶ στήθεσσι χιτῶνα, | ποσσὶ δ᾽ ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα, | ἀμφὶ δ᾽ ἔπειτα δαφοινὸν ἑέσσατο δέρμα λέοντος | αἴθωνος μεγάλοιο ποδηνεκές, εἵλετο δ᾽ ἔγχος.
    Σηκώθη, περιέβαλε το στήθος με χιτώνα, | στα λαμπρά πόδια πέδιλα επρόσδεσεν ωραία, | δέρμα μεγάλου λέοντος εφόρεσε στους ώμους | ξανθό μακρύ κι εφούκτωσε το δυνατό κοντάρι.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 581 (580-581)
    ἔβα δὲ λιποῦσ᾽ Ὄθρυος νάπαν λεόντων | ἁ δαφοινὸς ἴλα·
    κι απ᾽ της Όθρης τα φαράγγια κατεβήκαν | τα μαυρόξανθα λιοντάρια·
    Μετάφραση (1972): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
  2. (μεταφορικά) βάναυσος, σκληρός, απάνθρωπος, αιμοβόρος
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 250 (248-251)
    αἳ δὲ μετ᾽ αὐτοὺς | Κῆρες κυάνεαι, λευκοὺς ἀραβεῦσαι ὀδόντας, | δεινωποὶ βλοσυροί τε δαφοινοί τ᾽ ἄπλητοί τε | δῆριν ἔχον περὶ πιπτόντων·
    Πίσω τους | οι μαύρες Κήρες, τ᾽ άσπρα τους δόντια τρίζοντας, | με τα μάτια άγρια, βλοσυρές και ματωμένες, άπληστες, | μαλώναν μεταξύ τους για όσους πέφτανε.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr

Πηγές[επεξεργασία]