καθηλωτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθηλωτικός η καθηλωτική το καθηλωτικό
      γενική του καθηλωτικού της καθηλωτικής του καθηλωτικού
    αιτιατική τον καθηλωτικό την καθηλωτική το καθηλωτικό
     κλητική καθηλωτικέ καθηλωτική καθηλωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθηλωτικοί οι καθηλωτικές τα καθηλωτικά
      γενική των καθηλωτικών των καθηλωτικών των καθηλωτικών
    αιτιατική τους καθηλωτικούς τις καθηλωτικές τα καθηλωτικά
     κλητική καθηλωτικοί καθηλωτικές καθηλωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθηλωτικός < καθηλώνω + -τικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.θi.lo.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐θη‐λα‐τι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

καθηλωτικός, -ή, -ό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]