λαγώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
λᾰγω-
ονομαστική λαγώς οἱ λαγ
      γενική τοῦ λαγώ τῶν λαγών
      δοτική τῷ λαγ τοῖς λαγῴς
    αιτιατική τὸν λαγών
λαγώ
τοὺς λαγώς
     κλητική ! λαγώς λαγ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λαγώ
γεν-δοτ τοῖν  λαγῴν
2η κλίση - αττικόκλιτα, Κατηγορία 'νεώς' όπως «νεώς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαγώς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)leh₁g- *(σ)λάγ- (δειλός, αδύναμος), μεταπτωτική βαθμίδα της πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)leg- (χαλαρός, μαλακός). Συγγενή: λατινική laxus, σανσκριτική लङ्ग (laṅga, αδύνατος), πρωτογερμανική *lakana-

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαγώς αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) λαγός
  2. (πτηνό) είδος πτηνού (μνημονεύεται μαζί με χελιδόνια)
  3. (ιχθυολογία) είδος ψαριού (lepus marinus)
  4. (αστερισμός) ονομασία αστερισμού
  5. είδος επιδέσμου

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]