Μετάβαση στο περιεχόμενο

λουτήρ

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λουτήρ οἱ λουτῆρες
      γενική τοῦ λουτῆρος τῶν λουτήρων
      δοτική τῷ λουτῆρ τοῖς λουτῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν λουτῆρ τοὺς λουτῆρᾰς
     κλητική ! λουτήρ λουτῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λουτῆρε
γεν-δοτ τοῖν  λουτήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λουτήρ < λού(ω) + -τήρ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λουτήρ, -ῆρος αρσενικό

  1. (ελληνιστική κοινή) μεγάλο αγγείο για λούσιμο
  2. (ελληνιστική κοινή) λεκάνη για πλύσιμο σώματος
      3ος/2ος πκε αιώνας Παλαιά Διαθήκη, Έξοδος, 30.28, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
    καὶ τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ πάντα αὐτοῦ τὰ σκεύη, καὶ τὴν τράπεζαν καὶ πάντα τὰ σκεύη αὐτῆς, καὶ τὸν λουτῆρα·
      3ος/2ος πκε αιώνας Παλαιά Διαθήκη, Έξοδος, 38.27, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
    καὶ ἐποίησεν τὸν λουτῆρα, ἵνα νίπτωνται [*] ἐξ αὐτοῦ Μωσῆς καὶ Ἀαρὼν καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ τοὺς πόδας, εἰσπορευομένων αὐτῶν εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ μορτυρίου·(sic)
  3. (ελληνιστική κοινή) μπανιέρα
      2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 5, 42 @scaife.perseus, @el.wikisource
    ἦν δὲ καὶ βαλανεῖον τρίκλινον πυρίας χαλκᾶς ἔχον τρεῖς καὶ λουτῆρα πέντε μετρητὰς δεχόμενον ποικίλον τοῦ Ταυρομενίτου λίθου,
     συνώνυμα: ἀσάμινθος, πύελος
  4. (ελληνιστική κοινή) (χριστιανισμός) κρήνη με αγιασμένο νερό, βαπτιστήριο

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  και δείτε τη λέξη λούω