λύσιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λύσιμο | τα | λυσίματα |
γενική | του | λυσίματος | των | λυσιμάτων |
αιτιατική | το | λύσιμο | τα | λυσίματα |
κλητική | λύσιμο | λυσίματα | ||
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λύσιμο < ελληνιστική κοινή λύσιμον < αρχαία ελληνική λύω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λύσιμο ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του λύνω
- η απελευθέρωση από το δέσιμο ή η χαλάρωση κάποιου πράγματος που ήταν δεμένο
- ※ Διαπιστώθηκε ότι όταν κάποιος περπατά γρήγορα ή τρέχει, το πόδι του χτυπά το έδαφος με δύναμη επταπλάσια της βαρύτητας. Αντιδρώντας σε αυτή τη δύναμη, ο κόμπος των κορδονιών αρχικά τεντώνεται και μετά χαλαρώνει. Αφού ο κόμπος έχει χαλαρώσει, το πόδι που πηγαίνει πέρα-δώθε καθώς κινείται, ασκεί μια δεύτερη δύναμη αδράνειας στις ελεύθερες άκρες των κορδονιών, πράγμα που οδηγεί στο γρήγορο λύσιμό τους ακόμη και με δύο δρασκελιές. (*)
- (κατ’ επέκταση) η αποσυναρμολόγηση
- (μεταφορικά) η εύρεση της σωστής απάντησης ή εξήγησης σε κάτι που ψάχνουμε
- (μεταφορικά) ο τερματισμός μια προσπάθειας
- ※ Από την αρχή της εκστρατείας του Μουσταή μέχρι το λύσιμο της πολιορκίας οι Οθωμανοί χάσανε μόνο από τις ασθένειες χίλιους πεντακόσιους άνδρες. (*)
- η απελευθέρωση από το δέσιμο ή η χαλάρωση κάποιου πράγματος που ήταν δεμένο
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη λύνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λύσιμο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δέσιμο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)