μέγγενη
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μέγγενη | οι | μέγγενες |
γενική | της | μέγγενης | των | μεγγενών |
αιτιατική | τη | μέγγενη | τις | μέγγενες |
κλητική | μέγγενη | μέγγενες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μέγγενη < (άμεσο δάνειο) τουρκική mengene < ελληνιστική κοινή μάγγανον (δοκάρι) (αντιδάνειο) [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈmeŋ.ɟe.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μέγ‐γε‐νη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μέγγενη θηλυκό
- ο μηχανισμός αποτελούμενος από δύο μεταλλικά ή ξύλινα σκέλη που καταλήγουν σε σιαγόνες και πλησιάζουν μεταξύ τους χάρη σε μια βίδα, έτσι ώστε να επιτρέπουν τη σταθεροποίηση ενός αντικειμένου πάνω στο οποίο θέλουμε να δουλέψουμε
- ο μηχανισμός για βασανιστήρια
- (μεταφορικά) κάτι που εμποδίζει
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μέγγενη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)