μονοφωνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονοφωνικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική monophonic[1] < monophony < ελληνιστική κοινή μονόφωνος < αρχαία ελληνική μόνος + φωνή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mo.no.fo.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νο‐φω‐νι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
μονοφωνικός
- (μουσική) που έχει σχέση με τη μονοφωνία ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (μουσική) που έχει εγγραφεί σε ένα μόνο κανάλι ήχου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοφωνικός
- ↑ μονοφωνικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)