μπόγιας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μπογιάς, μπογιά, μπόγια

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπόγιας οι μπόγιες
      γενική του μπόγια
    αιτιατική τον μπόγια τους μπόγιες
     κλητική μπόγια μπόγιες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπόγιας < (άμεσο δάνειο) ιταλική boia < λατινική boia < αρχαία ελληνική βοεία (αντιδάνειο) < βόειος < βοῦς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπόγιας αρσενικό

  1. (παρωχημένο, κυριολεκτικά) ο δήμιος
  2. (επάγγελμα) αυτός που μαζεύει τα αδέσποτα σκυλιά
  3. (μεταφορικά) ο κακός και σκληρόκαρδος άνθρωπος

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη βόδι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]