νεκρόψυχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεκρόψυχος < νεκρό- + -ψυχος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
νεκρόψυχος, -η, -ο
- άνθρωπος άκαρδος και ψυχρός
- νεκρός που πέθανε πλήρως (πχ. γιατί εξόργισε τους θεούς)
- (μεταφορικά, μειωτικό) άθυμος, άψυχος, δειλός, νωθρός, αδρανής, χωρίς τσαγανό, φλώρος, φλωράτζα κοιμήσης, κοιμισμένος
- (μειωτικό) ο άθεος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεκρόψυχος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νεκρό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ψυχος (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)