νεοελθών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νεοελθών | η | νεοελθούσα | το | νεοελθόν |
γενική | του | νεοελθόντος | της | νεοελθούσας & νεοελθούσης* |
του | νεοελθόντος |
αιτιατική | τον | νεοελθόντα | τη | νεοελθούσα | το | νεοελθόν |
κλητική | νεοελθών | νεοελθούσα | νεοελθόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νεοελθόντες | οι | νεοελθούσες | τα | νεοελθόντα |
γενική | των | νεοελθόντων | των | νεοελθουσών | των | νεοελθόντων |
αιτιατική | τους | νεοελθόντες | τις | νεοελθούσες | τα | νεοελθόντα |
κλητική | νεοελθόντες | νεοελθούσες | νεοελθόντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «επιών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νεοελθών < (καθαρεύουσα) νεοελθών < νεο- + αρχαία ελληνική ἐλθών, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ἔρχομαι. Σχηματισμός αρχαιοπρεπούς μετοχής από υποθετικό ρήμα *νεο-έρχομαι. Πιθανόν, σημασιολογικά κατά τη μετοχή νεοαφιχθείς, (ή την έκφραση άρτι αφιχθείς),[1] (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μετοχή
[επεξεργασία]νεοελθών, -ούσα, -όν (μετοχή χωρίς ρήμα)
- που πρόσφατα ήρθε
- ※ Ο νεοελθών θα έμενεν εκεί νοσηλευόμενος μέχρι πού ... να πεθάνη κι' αυτός και να ξαναγυρίση πάλι το βρωμισμένο στρώμα και να δεχθή τρίτον κι' έτσι συνέχεια. Αυτήν την Κόλασι, ούτε ο Δάντε δεν μπόρεσε να φαντασθή
- Χρήστος Εμμανουήλ Αγγελομάτης, Χρονικόν μεγάλης τραγωδίας: το έπος της Μικράς Ασίας, 1975, σελ. 378
- ※ Έπρεπε όμως να ξημερώσει η δεκαετία του '70 για να γίνει η λέξη αυτή τσιτάτο για τη νεοελθούσα εφηβική υποκουλτούρα που έψαχνε τρόπους να αντιδράσει στον στομφώδη μεσσιανισμό «εμείς-θα-αλλάξουμε-τον-κόσμο» που κληρονομήθηκε από το rock της προηγούμενης δεκαετίας.
- Glam Rock: μισός αιώνας από τα παιδιά της επανάστασης, patrisnews.com, 6/2/2022, [1]
- ≈ συνώνυμα: νεοαφιχθείς, νεοφερμένος
- ※ (καθαρεύουσα) Αλλ' ο νεοελθών παλαιός σύντροφος του Ντελή εγνώριζε τον Θύμιον. Δι' αυτό όταν τον είδεν δεν έδυσκολεύθη να τον παραλάβη μαζί του χωρίς τας συνήθεις ανάγκαιας προφυλάξεις
- Αριστείδης Ν. Κυριάκος, Η κατάρα της μάνας, σελ. 257, 1932 [μεταγραφή σε μονοτονικό]
- ※ Ο νεοελθών θα έμενεν εκεί νοσηλευόμενος μέχρι πού ... να πεθάνη κι' αυτός και να ξαναγυρίση πάλι το βρωμισμένο στρώμα και να δεχθή τρίτον κι' έτσι συνέχεια. Αυτήν την Κόλασι, ούτε ο Δάντε δεν μπόρεσε να φαντασθή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νεοελθών
→ δείτε τη λέξη νεοαφιχθείς |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ νεοαφιχθείς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'παρών' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'επιών' (νέα ελληνικά)
- Καθαρεύουσα
- Μετοχές (καθαρεύουσα)
- Λέξεις με πρόθημα νεο- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές σύνθετες χωρίς ρήμα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)