σανός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σανός οι σανοί
      γενική του σανού των σανών
    αιτιατική τον σανό τους σανούς
     κλητική σανέ σανοί
Επίσης, χρήση του πληθυντικού «τα σανά» από το ουδέτερο «το σανό».
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σανός < σλαβικής προέλευσης seno[1] < πρωτοσλαβική *sěno (πβ. βουλγαρικά: сено)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /saˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐νός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σανός αρσενικό

  1. ξεραμένα χόρτα (τριφύλλι, βρόμη κ.ά.), που θερίζονται πριν φτάσουν στην ωρίμανση και αποθηκεύονται για ζωοτροφή
  2. (περιληπτικό, για τη συγκομιδή) → δείτε τη λέξη σανά (ουδέτερο πληθυντικός)
    πούλησε τα σανά του

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.