συννεφοσκέπαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συννεφοσκέπαστος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.ne.foˈsce.pa.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ννε‐φο‐σκέ‐πα‐στος
Επίθετο[επεξεργασία]
συννεφοσκέπαστος, -η, -ο
- σκεπασμένος με σύννεφα
- ≈ συνώνυμα: νεφελοσκεπής νεφοσκεπής, νεφελοσκέπαστος, συννεφοσκεπασμένος, συγνεφοσκεπασμένος [1]
- → και δείτε συννεφιασμένος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συννεφοσκέπαστος
→ δείτε τη λέξη νεφοσκεπής |
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ -νεφοσκεπ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)