ταυρίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Έλεγχος της ετυμολόγησης του Πάπυρος. Με ερώτηση για το λατινικό 'αντιδάνειο' taurinus ή νεολατινικό όρο για το αμινοξύ. ‑‑Sarri.greek  | 08:14, 12 Ιουνίου 2023 (UTC).


Δείτε επίσης: Ταυρίνη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταυρίνη οι ταυρίνες
      γενική της ταυρίνης των ταυρινών
ταυρίνων
    αιτιατική την ταυρίνη τις ταυρίνες
     κλητική ταυρίνη ταυρίνες
Κατηγορία όπως «ασπιρίνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταυρίνη (μαρτυρείται από το 1854)[1] < (λόγιο δάνειο) αγγλική taurine < λατινικά taurus < αρχαία ελληνική ταῦρος + -ίνη[2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταυρίνη θηλυκό

  • (βιολογία, χημεία) αμινοξύ που βρίσκεται στο κρέας και τα οστρακοειδή και προστίθεται συχνά σε ενεργειακά ποτά ως συμπλήρωμα
    ※  Η ταυρίνη θεωρείται διατροφική θεραπευτική ουσία λόγω των πολλών ποικίλων επιπτώσεων της στην υγεία, συμπεριλαμβανομένης της θεραπείας της κόπωσης και των μυών και των βελτιώσεων στη λειτουργία του ανοσοποιητικού.... Η ταυρίνη φαίνεται να δρα ως ισχυρό αντιοξειδωτικό που βελτιώνει επίσης την απόκριση ανάκτησης του ίδιου του οργανισμού. Έτσι, μπορεί να λειτουργήσει διπλά αποτρέποντας τη βλάβη και το στρες της άσκησης αλλά και επιταχύνοντας την αναδόμηση των μυών.
    Τι είναι η Ταυρίνη; | Οφέλη & Παρενέργειες Ταυρίνης, συντάκτης: Claire Muszalski @myprotein.gr, ημερομηνία ανάκτησης: 12-06-2023
    ※  Η ταυρίνη, αμινοξύ που χρησιμοποιείται σε πολλά ενεργειακά ποτά, παρατείνει τη ζωή πειραματοζώων και βελτιώνει μια σειρά δεικτών υγείας, ένδειξη ότι θα μπορούσε να έχει αντιγηραντική δράση και στον άνθρωπο, διαπιστώνει νέα μελέτη.
    Ταυρίνη: Συστατικό των ενεργειακών ποτών ίσως φρενάρει τη γήρανση, 09-06-2023, συντάκτης: Βαγγέλης Πρατικάκης, @in.gr, ημερομηνία ανάκτησης: 12-06-2023

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 981, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.

Πηγές[επεξεργασία]

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Αν είναι μεσαιωνικό (κατά το Πάπυρος) δηλαδή ταυρινός, ή ελληνιστικό ‑‑Sarri.greek  | 08:14, 12 Ιουνίου 2023 (UTC).


ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ταυρῑνα-
ονομαστική ταυρίνη αἱ ταυρῖναι
      γενική τῆς ταυρίνης τῶν ταυρινῶν
      δοτική τῇ ταυρίν ταῖς ταυρίναις
    αιτιατική τὴν ταυρίνην τὰς ταυρίνᾱς
     κλητική ! ταυρίνη ταυρῖναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ταυρίν
γεν-δοτ τοῖν  ταυρίναιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταυρίνη < (άμεσο δάνειο) λατινική taurinae (πληθυντικός του taurina) < taurinus < taurus < αρχαία ελληνική ταῦρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταυρίνη θηλυκό, συνήθως στον πληθυντικό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές[επεξεργασία]