τιτθός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | τιτθός | οἱ | τιτθοί |
γενική | τοῦ | τιτθοῦ | τῶν | τιτθῶν |
δοτική | τῷ | τιτθῷ | τοῖς | τιτθοῖς & τιτθοῖσι(ν) |
αιτιατική | τὸν | τιτθόν | τοὺς | τιτθούς |
κλητική ὦ! | τιτθέ | τιτθοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τιτθώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τιτθοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τιτθός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τιτθός, -οῦ αρσενικό
- (ανατομία) γυναικείος μαστός ή θηλή γυναικείου μαστού, ρώγα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Ἀφορισμοί, (Aphorismi), κεφ. 5.53, p. 552 @scaife.perseus
- Ὁκόσαι διαφθείρειν μέλλουσι τὰ ἔμβρυα, ταύτῃσιν οἱ τιτθοὶ ἰσχνοὶ γίνονται· ἢν δὲ πάλιν σκληροὶ γένωνται, ὀδύνη ἔσται ἢ ἐν τοῖσι τιτθοῖσιν, ἢ ἐν τοῖσιν ἰσχίοισιν, ἢ ἐν τοῖσιν ὀφθαλμοῖσιν, ἢ ἐν τοῖσι γούνασι, καὶ οὐ διαφθείρουσιν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, θεσμοφοριάζουσαι, στίχ. 640 @scaife.perseus
- καὶ νὴ Δία τιτθούς γʼ ὥσπερ ἡμεῖς οὐκ ἔχει.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας, Λυσίας, Ὑπὲρ τοῦ Ἐρατοσθένους φόνου ἀπολογία, 1.10
- καὶ οὕτως ἤδη συνειθισμένον ἦν, ὥστε πολλάκις ἡ γυνὴ ἀπῄει κάτω καθευδήσουσα ὡς τὸ παιδίον, ἵνα τὸν τιτθὸν αὐτῷ διδῷ καὶ μὴ βοᾷ.
- Και είχαμε ήδη συνηθίσει τόσο, ώστε πολλές φορές η γυναίκα μου έφευγε και πήγαινε να κοιμηθεί κάτω με το παιδί, για να το θηλάζει και να μην κλαίει.
- Μετάφραση: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, @greek‑language.gr
- καὶ οὕτως ἤδη συνειθισμένον ἦν, ὥστε πολλάκις ἡ γυνὴ ἀπῄει κάτω καθευδήσουσα ὡς τὸ παιδίον, ἵνα τὸν τιτθὸν αὐτῷ διδῷ καὶ μὴ βοᾷ.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας, Λυσίας, Ὑπὲρ τοῦ Ἐρατοσθένους φόνου ἀπολογία, 1.12
- καὶ ἐγὼ τὴν γυναῖκα ἀπιέναι ἐκέλευον καὶ δοῦναι τῷ παιδίῳ τὸν τιτθόν, ἵνα παύσηται κλᾶον.
- Εγώ τότε έλεγα στη γυναίκα μου να κατεβεί κάτω και να θηλάσει το παιδί, για να σταματήσει να κλαίει.
- Μετάφραση: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, @greek‑language.gr
- καὶ ἐγὼ τὴν γυναῖκα ἀπιέναι ἐκέλευον καὶ δοῦναι τῷ παιδίῳ τὸν τιτθόν, ἵνα παύσηται κλᾶον.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De marcore, 9, p. 701 @scaife.perseus
- ἐμοὶ μὲν δὴ βέλτιον οὐδὲν εἰς τὰ τοιαῦτα γάλακτος εἶναι δοκεῖ, μάλιστα μὲν εἴ τις αὐτὸ ὑπομένει βδάλλειν ἐντιθέμενος τῷ στόματι γυναικεῖον τιτθὸν, ὥσπερ Εὐρυφῶν τε καὶ Ἡρόδικος ἐπὶ τῶν φθινόντων ἀξιοῦσιν· εἰ δὲ μὴ, ἀλλὰ τό γε τῆς ὄνου λαμβάνειν ἔτι θερμὸν, ἐλαχίστῳ χρόνῳ ὡμιληκὸς τῷ περιέχοντι.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Ἀφορισμοί, (Aphorismi), κεφ. 5.53, p. 552 @scaife.perseus
- (ανατομία) (σπάνια) ανδρικός μαστός
- (ανατομία, θηλαστικό ζώο) (για ζώα) θηλή
- άτομο που έχει αναλάβει την ανατροφή κάποιου, η τροφός
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη τιτθεύω
Πηγές
[επεξεργασία]- τιτθός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τιτθός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ανατομία (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από ιατρικά κείμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοφάνη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Γαληνό (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από ιατρικά κείμενα (ελληνιστική κοινή)
- Θηλαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Ζώα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)