ἀδέσποτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ἀδέσποτος, αδέσποτος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀδέσποτος τὸ ἀδέσποτον
      γενική τοῦ/τῆς ἀδεσπότου τοῦ ἀδεσπότου
      δοτική τῷ/τῇ ἀδεσπότ τῷ ἀδεσπότ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀδέσποτον τὸ ἀδέσποτον
     κλητική ! ἀδέσποτε ἀδέσποτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀδέσποτοι τὰ ἀδέσποτ
      γενική τῶν ἀδεσπότων τῶν ἀδεσπότων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀδεσπότοις τοῖς ἀδεσπότοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀδεσπότους τὰ ἀδέσποτ
     κλητική ! ἀδέσποτοι ἀδέσποτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀδεσπότω τὼ ἀδεσπότω
      γεν-δοτ τοῖν ἀδεσπότοιν τοῖν ἀδεσπότοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀδέσποτος < ἀ- στερητικό + δεσπότης

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀδέσποτος, -ος, -ον

  1. (για περιουσία, θεούς, ελεύθερους πολίτες) που δεν έχει κύριο, ιδιοκτήτη
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 10, 617e
    ἀρετὴ δὲ ἀδέσποτον, ἣν τιμῶν καὶ ἀτιμάζων πλέον καὶ ἔλαττον αὐτῆς ἕκαστος ἕξει. αἰτία ἑλομένου· θεὸς ἀναίτιος.»
    Η αρετή είναι κτήμα αδέσποτο, και καθένας θα πάρει απ᾽ αυτή το μερδικό του ανάλογα με την τιμή ή την περιφρόνηση που θα της έχει. Ο καθένας είναι υπεύθυνος για την εκλογή του· ο θεός ανεύθυνος».
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 8, 1161a
    δημοκρατία δὲ μάλιστα μὲν ἐν ταῖς ἀδεσπότοις τῶν οἰκήσεων (ἐνταῦθα γὰρ πάντες ἐξ ἴσου), καὶ ἐν αἷς ἀσθενὴς ὁ ἄρχων καὶ ἑκάστῳ ἐξουσία.
    Δημοκρατικού τύπου συνύπαρξη και συνάφεια υπάρχει κατά κύριο λόγο στα σπιτικά που δεν έχουν αφεντικό (γιατί εδώ όλοι βρίσκονται σε κατάσταση ισότητας)· το ίδιο και στα σπιτικά στα οποία ο άρχοντας είναι αδύναμος και, έτσι, ο καθένας κάνει ό,τι του αρέσει.
    Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. (για φήμες, σύγγραμμα, επιστολή) ανώνυμος
    ※  1ος↓ αιώνας Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς, Ῥωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία, 11.50.2 @scaife.perseus
    ἦν δʼ ἡ μάλιστα ἐρεθίζουσα τοὺς πολλοὺς ὑπόληψις, ἣν ἐκεῖνοι παρεσκεύασαν ἰσχυρὰν γενέσθαι, φήμαις τʼ ἀδεσπότοις καὶ εἰκασμοῖς αὐξηθεῖσα οὐκ ὀλίγοις, ὡς καταλυσόντων τῶν πατρικίων τοὺς νόμους, οὓς ἐκύρωσαν οἱ περὶ Οὐαλέριον ὕπατοι· δόξα τʼ ἰσχυρὰ καὶ οὐ πολὺ ἀπέχουσα τοῦ πίστις εἶναι τοὺς πολλοὺς κατεῖχε.
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Όθων, 4.4 @scaife.perseus
    σημείων δὲ καὶ φαντασμάτων πολλῶν λεγομένων, τὰ μὲν ἄλλα φήμας ἀδεσπότους καὶ ἀμφιβόλους εἶχεν,
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Κικέρων, 15.2 @scaife.perseus
    τῷ Κράσσῳ μετὰ δεῖπνον ἐπιστολὰς ἀποδίδωσιν ὁ θυρωρός, ὑπὸ δή τινος ἀνθρώπου κομισθείσας ἀγνώστου, ἄλλας ἄλλοις ἐπιγεγραμμένας, αὐτῷ δὲ Κράσσῳ μίαν ἀδέσποτον.

Παράγωγα[επεξεργασία]

Απόγονοι[επεξεργασία]

ἀδέσποτος (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: αδέσποτος
λατινικά: adespotos

Πηγές[επεξεργασία]