ἀνύσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀνύσιμος < ἀνύω
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀνύσιμος, -ος, -ον, συγκριτικός :ἀνυσιμώτερος, υπερθετικός : ἀνυσιμώτατος
- τελεσφόρος, αποδοτικός, αποτελεσματικός, λυσιτελής
- ※ 1ος/2ος↓ αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ παίδων ἀγωγῆς, Section 4, p.v.1.p.4 @scaife.perseus
- καταμάθοις δʼ ἂν ὡς ἀνύσιμον πρᾶγμα καὶ τελεσιουργὸν ἐπιμέλεια καὶ πόνος ἐστίν, ἐπὶ πολλὰ τῶν γιγνομένων ἐπιβλέψας.
- ≈ συνώνυμα: ἀνυστικός, ἀνυτικός
- ※ 1ος/2ος↓ αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ παίδων ἀγωγῆς, Section 4, p.v.1.p.4 @scaife.perseus
Παράγωγα[επεξεργασία]
- ἀνυσίμως (επίρρημα)
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀνύσιμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνύσιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλούταρχο (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)