αρματολός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αμαρτωλός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρματολός οι αρματολοί
      γενική του αρματολού των αρματολών
    αιτιατική τον αρματολό τους αρματολούς
     κλητική αρματολέ αρματολοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρματολός < τουρκική martolos < οθωμανική τουρκική مارتلوس (martolos) < μεσαιωνική ελληνική *αρματολόγος [1] < ἄρμα (< λατινική arma) + αρχαία ελληνική λέγω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρματολός αρσενικό

  • (ιστορία) (επί Τουρκοκρατίας) αρχηγός σώματος ενόπλων στον οποίο είχε ανατεθεί από την οθωμανική διοίκηση η φύλαξη μιας περιοχής
    ※  Το περιστατικό τ’ αναφέρει κι ο Brue στο ημερολόγιο της εκστρατείας μα το περιγράφει κι ο βλάχος γραμματικός τού πασά στο δικό του ημερολόγιο, που ο ιστορικός Jorga το μετέφρασε από τα βλάχικα και το δημοσίευσε γαλλικά. Γράφει λοιπόν το ημερολόγιο: «Είναι ένα ντερβένι που το φυλάνε αρματολοί (martolodsches) σ’ ένα πολύ κακόβατο πλάτωμα.» Στο βλάχικο κείμενο η λέξη βέβαια αποδίδει την τούρκικη προφορά μαρτολόζ, που την έχουν και τα παλιά τουρκικά λεξικά και δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά αρματολός. Είναι λοιπόν περίεργο πως οι Τούρκοι γνώριζαν την ελληνική αυτή λέξη, δηλαδή εξελληνισμένη από το ιταλικό armatore, που σήμαινε πρώτα εφοπλιστής, πειρατής, και ύστερα πέρασε στη στεριά με τη στενή σημασία του κακοποιού, κλέφτη κ.λπ. Από τη ναυτική σημασία, για να πάρει η λέξη αρματολός την έννοια του στρατιώτη της άτακτης χωροφυλακής των χριστιανικών σωμάτων της βόρειας Ελλάδας, έπρεπε πρώτα, για να οργανωθούν αυτά τα σώματα και για να διαμορφωθεί η οργάνωσή τους, έπρεπε αιώνες να περάσουν. Λοιπόν, η λέξη αρματολός ήταν από πολύ παλαιότερα σε χρήση παρά από την κατάκτηση του Μοριά. (Γιάννης Βλαχογιάννης, Κλέφτες του Μοριά: Μελέτη ιστορική από νέες πηγές βγαλμένη (1715-1820), Τύποις Πολυβιοτεχνικής, Αθήνα 1935, σελ. 17)

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Η ετυμολογία προτάθηκε από τον Μένο Φιλήντα, Μαύρος Γάτος, 1 (1-6-1919), σελ. 7)