δήμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δήμος | οι | δήμοι |
γενική | του | δήμου | των | δήμων |
αιτιατική | τον | δήμο | τους | δήμους |
κλητική | δήμε | δήμοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δήμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δῆμος[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deh₂mos < *deh₂- (διαιρώ)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈði.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δή‐μος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δήμος αρσενικό
- (γεωγραφία) η διοικητική υποδιαίρεση της χώρας που αποτελεί και τον πρώτο βαθμό αυτοδιοίκησης
- → δείτε Κατηγορία:Δήμοι στο Βικιλεξικό
- (αρχαία ιστορία) ο λαός μιας πόλης κράτους
- (αρχαία ιστορία) η υποδιαίρεση της αρχαίας Αθήνας
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
δημ-
δημ-
- απόδημος
- δήμαρχος
- δημαρχείο
- δημοκρατία & συγγενικά
- Δήμος
- δημοσία (επίρρημα)
- δημοσιεύω & συγγενικά
- δημόσιος * συγγενικά
- δημότης
- δημοτικός & συγγενικά
- δημοτολόγιο
- δημοψήφισμα
- ενδημώ & συγγενικά
- πάνδημος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δήμος (αυτοδιοίκηση)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ δήμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)