δήμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Δήμος, δῆμος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δήμος οι δήμοι
      γενική του δήμου των δήμων
    αιτιατική τον δήμο τους δήμους
     κλητική δήμε δήμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δήμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δῆμος[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deh₂mos < *deh₂- (διαιρώ)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈði.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δή‐μος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δήμος αρσενικό

  1. (γεωγραφία) η διοικητική υποδιαίρεση της χώρας που αποτελεί και τον πρώτο βαθμό αυτοδιοίκησης
    → δείτε  Κατηγορία:Δήμοι στο Βικιλεξικό
  2. (αρχαία ιστορία) ο λαός μιας πόλης κράτους
  3. (αρχαία ιστορία) η υποδιαίρεση της αρχαίας Αθήνας
    → δείτε  Κατηγορία:Δήμοι της αρχαίας Αθήνας στο Βικιλεξικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
δημ- 

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]