bras: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ug
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ μορφοποίηση μέσω αντικατάστασης προτύπων
Γραμμή 21: Γραμμή 21:


===={{παράγωγα}}====
===={{παράγωγα}}====
{{(}}
{{((}}
* [[brasaat]]
* [[brasaat]]
* [[brasc'hraet]]
* [[brasc'hraet]]
Γραμμή 30: Γραμμή 30:
* [[brasonius]]
* [[brasonius]]
* [[brastaolenn]]
* [[brastaolenn]]
{{-}}
* [[brasted]]
* [[brasted]]
* [[brastres]]
* [[brastres]]
Γραμμή 39: Γραμμή 38:
* [[brazentez]]
* [[brazentez]]
* [[braz]]
* [[braz]]
{{-}}
* [[brazez]]
* [[brazez]]
* [[brazezañ]]
* [[brazezañ]]
Γραμμή 46: Γραμμή 44:
* [[divraz]]
* [[divraz]]
* [[divrazañ]]
* [[divrazañ]]
{{)}}
{{))}}


==={{αναφορές}}===
==={{αναφορές}}===
Γραμμή 55: Γραμμή 53:


=={{-fr-}}==
=={{-fr-}}==

==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ la|FR}} [[brachium]], ''(ίδια έννοια)'' < ''αρχαία ελληνική'' [[βραχίων]], ''(ίδια έννοια)''
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ la|FR}} [[brachium]], ''(ίδια έννοια)'' < ''αρχαία ελληνική'' [[βραχίων]], ''(ίδια έννοια)''
Γραμμή 88: Γραμμή 87:


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
{{(}}
{{((}}
* [[brassage]]
* [[brassage]]
* [[brassard]]
* [[brassard]]
Γραμμή 98: Γραμμή 97:
* [[brasseyage]]
* [[brasseyage]]
* [[brassée]]
* [[brassée]]
{{-}}
* [[brasseyer]]
* [[brasseyer]]
* [[brassiage]]
* [[brassiage]]
Γραμμή 107: Γραμμή 105:
* [[brassoir]]
* [[brassoir]]
* [[brassure]]
* [[brassure]]
{{-}}
* [[embrassade]]
* [[embrassade]]
* [[embrassant]]
* [[embrassant]]
Γραμμή 115: Γραμμή 112:
* [[embrassure]]
* [[embrassure]]
* [[rembrasser]]
* [[rembrasser]]
{{)}}
{{))}}


===={{παράγωγα}}====
===={{παράγωγα}}====

Αναθεώρηση της 20:06, 1 Ιουλίου 2014

[[Κατηγορία:Σελίδες που χρειάζονται προσοχή ({{Στο γαλλικό λήμμα υπάρχουν 2 αδημιούργητα πρότυπα (μερων, ολων) ??? - Παρακαλούμε, αφού αποκατασταθεί το πρόβλημα, να διαγράψετε αυτό το πρότυπο μαζί με το συνοδευτικό σχόλιο|nolink=1}})]]

Αγγλικά (en)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

bras (en)



Βρετονικά (br)

Ετυμολογία

κορνικό, ουαλλικό και παλαιοϊρλανδικό bras, από το κελτικό *brassos που έχει την ίδια καταγωγή με το λατινικό grossus (που έδωσε το γαλλικό gros), χωρίς άλλη γνωστή αντίστοιχη λέξη (και χωρίς άλλη σχέση, φυσικά, με την προέλευση της γερμανικής λέξης gross που έχει την ίδια καταγωγή με την αγγλική great)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Επίθετο

bras (br)

  1. μεγάλος

Παράγωγα

Αναφορές



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

bras < Πρότυπο:ετυμ la brachium, (ίδια έννοια) < αρχαία ελληνική βραχίων, (ίδια έννοια)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
bras bras

bras (fr) αρσενικό άκλιτο

  1. Πρότυπο:ανατ βραχίονας, μπράτσο· μέρος του άνω μέλους των ανθρώπων (και, γενικότερα, των διπόδων), ανάμεσα στον ώμο και τον αγκώνα
    L’humérus est l’os du bras.
  2. Πρότυπο:ανατ (μετωνυμία) χέρι· άνω μέλος των ανθρώπων και άλλων διπόδων
    Cet homme a les bras étrangement longs.
    Elle portait un enfant dans ses bras.
    Un enfant qui tend les bras à sa nourrice.
    Saisir quelqu’un par le bras.
  3. (κατ' αναλογία) αντικείμενο που μοιάζει με μπράτσο ή στηρίζει το μπράτσο
    Il y a de petites chaises à bras pour les enfants.
    Les bras d’un brancard servent à le soulever et à le porter.
    Les bras d'une balance sont posés en équilibre sur le point d’appui et à leurs extrémités pendent les bassins de la balance.
  4. (μετωνυμία) λέγεται για ανθρώπους που χρειάζονται για να κάνουν μια χειρωνακτική εργασία
    Nous avons besoin de bras.
    Souvent après les longues guerres, les bras manquent pour cultiver la terre.
    Des bras inutiles.
  5. η εξουσία, η ισχύς
    Le bras de Dieu.
    Le bras séculier s'oppose à la puissance ecclésiastique.
  6. Πρότυπο:γεωγρ πλάγια υποδιαίρεση ενός ποταμού που οφείλεται στην ύπαρξη μιας νησίδας
    Les deux bras de la Seine.
  7. σε μια σειρά οπωροφόρων δέντρων ή κλήματος, κλαδί που απομακρύνεται από τη σειρά των άλλων δέντρων
  8. Πρότυπο:ναυτ σχοινί μπρος στον άνεμο που αφήνει κάποια απόσταση ενός πανιού από το κατάρτι

Συγγενικά

Παράγωγα

Εκφράσεις

Υπερώνυμα



Σκωτικά γαελικά (gd)

Επίθετο

bras (gd)

  1. άμεσος, γρήγορος

Συνώνυμα