τράπεζα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση της επεξεργασίας 4237594 του 141.237.26.173 (Συζήτηση)
Ετικέτα: Αναίρεση
κλίση
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{δείτε|Τράπεζα|τραπέζι}}
{{δείτε|Τράπεζα|τραπέζι}}
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'θάλασσα'}}
{{el-κλίση-'θάλασσα'|γε2θ=τραπέζ|γε2=ης}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
:'''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|el|τράπεζα}} < {{ετυμ|ine-pro}} *''tr̥-ped-ih₂''- (που έχει [[τρία]] [[πόδι]]α) < *''tr̥''-<ref>Αρχικά υπέθεσαν ότι προερχόταν από το *''kʷtur''- ([[τέσσερα]]), αλλά ο [[w:en:Andrew Sihler|Andrew Sihler]] στα 1995 επισήμανε ότι τα αρχικά τραπέζια είχαν τρία πόδια! (New Comparative Grammar of Greek and Latin, Oxford, New York: Oxford University Press)</ref> ([[τρία]]) + *''pṓds'' ({{λ|πούς|grc}}, [[πόδι]])<ref>[[πβ.]] {{gmy}} [[𐀵𐀟𐀼]] (to-pe-za). Juan Piquero Rodríguez, "El léxico del griego micénico (LGM): Index graecitatis, estudio y actualización bibliográfica", Διδακτορική Διατριβή, UNIVERSIDAD COMPLUTENSE DE MADRID FACULTAD DE FILOLOGÍA, Departamento de Filología Griega y Lingüística Indoeuropea, 2017, σελ. 384 [https://eprints.ucm.es/45181/1/T39370.pdf]</ref>
:'''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|el|τράπεζα}} < {{ετυμ|ine-pro}} *''tr̥-ped-ih₂''- (που έχει [[τρία]] [[πόδι]]α) < *''tr̥''-<ref>Αρχικά υπέθεσαν ότι προερχόταν από το *''kʷtur''- ([[τέσσερα]]), αλλά ο [[w:en:Andrew Sihler|Andrew Sihler]] στα 1995 επισήμανε ότι τα αρχικά τραπέζια είχαν τρία πόδια! (New Comparative Grammar of Greek and Latin, Oxford, New York: Oxford University Press)</ref> ([[τρία]]) + *''pṓds'' ({{λ|πούς|grc}}, [[πόδι]])<ref>[[πβ.]] {{gmy}} [[𐀵𐀟𐀼]] (to-pe-za). Juan Piquero Rodríguez, "El léxico del griego micénico (LGM): Index graecitatis, estudio y actualización bibliográfica", Διδακτορική Διατριβή, UNIVERSIDAD COMPLUTENSE DE MADRID FACULTAD DE FILOLOGÍA, Departamento de Filología Griega y Lingüística Indoeuropea, 2017, σελ. 384 [https://eprints.ucm.es/45181/1/T39370.pdf]</ref>

Αναθεώρηση της 16:39, 5 Μαΐου 2020

Δείτε επίσης: Τράπεζα, τραπέζι

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τράπεζα οι τράπεζες
      γενική της τράπεζας
τραπέζης
των τραπεζών
    αιτιατική την τράπεζα τις τράπεζες
     κλητική τράπεζα τράπεζες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τράπεζα < αρχαία ελληνική τράπεζα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tr̥-ped-ih₂- (που έχει τρία πόδια) < *tr̥-[1] (τρία) + *pṓds (πούς, πόδι)[2]

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

τράπεζα θηλυκό

  1. τραπέζι, συνήθως για τελετουργική χρήση
    τράπεζα προσφορών, Αγία Τράπεζα
  2. (θρησκεία) Πρότυπο:αρχιτ το κτήριο της τραπεζαρίας σ' ένα μοναστήρι
  3. πιστωτικός οργανισμός που ασχολείται με χρηματοπιστωτικές εργασίες. Π.χ. δέχεται καταθέσεις ιδιωτών ή νομικών προσώπων, παραχωρεί δάνεια, διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια για λογαριασμό των πελατών του κ.λπ.
    οι καταθέσεις του στην τράπεζα εξανεμίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου
  4. (συνεκδοχικά) το κτήριο που στεγάζει ένα υποκατάστημα μιας τράπεζας
    ο Γιάννης πετάχτηκε στην τράπεζα για κάτι δουλειές
  5. γενικότερα ένας τόπος όπου κατατίθενται προς φύλαξη υλικά ή άυλα αγαθά προκειμένου να είναι προσιτά σε μελλοντική ζήτηση
    τράπεζα αίματος, τράπεζα σπέρματος, τράπεζα θεμάτων για εξετάσεις

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Αρχικά υπέθεσαν ότι προερχόταν από το *kʷtur- (τέσσερα), αλλά ο Andrew Sihler στα 1995 επισήμανε ότι τα αρχικά τραπέζια είχαν τρία πόδια! (New Comparative Grammar of Greek and Latin, Oxford, New York: Oxford University Press)
  2. πβ. μυκηναϊκή διάλεκτος 𐀵𐀟𐀼 (to-pe-za). Juan Piquero Rodríguez, "El léxico del griego micénico (LGM): Index graecitatis, estudio y actualización bibliográfica", Διδακτορική Διατριβή, UNIVERSIDAD COMPLUTENSE DE MADRID FACULTAD DE FILOLOGÍA, Departamento de Filología Griega y Lingüística Indoeuropea, 2017, σελ. 384 [1]