διάστημα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση- |
μ →{{μεταφράσεις}}: Πρόσθεση άρθρου |
||
Γραμμή 36: | Γραμμή 36: | ||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{fr}} : {{τ|fr|espace}} (1), {{τ|fr|intervalle}} (2) |
* {{fr}} : {{τ|fr|espace}} (1), {{τ|fr|intervalle}} (2) |
||
* {{de}} : {{τ|de|All}}, {{τ|de|Weltraum}} {{m}} |
* {{de}} : {{τ|de|All}} {{n}}, {{τ|de|Weltraum}} {{m}} |
||
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{he}} : {{τ|he|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{he}} : {{τ|he|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 20:51, 24 Ιανουαρίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διάστημα <
Ουσιαστικό
διάστημα ουδέτερο
- αόριστη ή συγκεκριμένη τοπική, χρονική ή τονική απόσταση
- μεταξύ των δύο εμφανίσεών της υπήρξε ένα διάστημα που δεν έκανε τίποτε
- μεταξύ των δύο εμφανίσεών της υπήρξε ένα διάστημα τριών χρόνων που δεν έκανε τίποτε
- (ειδικότερα) η απόσταση που χρησιμοποιούμε για να διαχωρίσουμε δύο λέξεις, το κενό
- οι δακτυλογράφοι παλιότερα, άφηναν ένα διάστημα μετά το κόμμα και δύο μετά την τελεία
- (Πρότυπο:φυσική, Πρότυπο:αστρονομία) το υπόλοιπο, εκτός της Γης, σύμπαν
- στο διάστημα υπάρχουν χιλιάδες αστέρια
- Πρότυπο:γραμμ κενό ανάμεσα σε λέξεις
- για επόμενο κενό διάστημα στο Βικιλεξικό γράφουμε & # 3 2 ; χωρίς κενά
Συγγενικά
Σύνθετα
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
διάστημα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- διάστημα < διίστημι
Ουσιαστικό
διάστημα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)