διακοπή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ PAWS - συντήρηση: αφαίρεση μτφ-μέση από τις Μεταφράσεις
συμπληρώσεις, ΑΡΧ πηγή κλίση κλπ
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίση-'ψυχή'}}
{{προσχέδιο}}
{{el-κλίσ-'ψυχή'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|διακοπή}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|grc-koi|el|διακοπή}} (''αρχαία σημασία:'' [[ρήγμα]]) {{π|δια-|000=-}}
:* {{βλ|και=1|διακοπές}}


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
# η ενέργεια του [[διακόπτω]]
# η ενέργεια του [[διακόπτω]]
#: ''η '''διακοπή''' της συνεδρίασης''
#: {{πχ}} ''η '''διακοπή''' της συνεδρίασης''
#* η προσπάθεια να αποβάλει κάποιος μια βλαβερή συνήθεια
#* η προσπάθεια να αποβάλει κάποιος μια βλαβερή συνήθεια
#*: ''η '''διακοπή''' του καπνίσματος'' (το [[κόψιμο]])
#*: {{πχ}} ''η '''διακοπή''' του καπνίσματος'' (το [[κόψιμο]])
#* '''διακοπή [[κύηση]]ς''': η [[άμβλωση]]
#* '''διακοπή [[κύηση]]ς''': η [[άμβλωση]]
# το αποτέλεσμα του [[διακόπτω]]
# το αποτέλεσμα του [[διακόπτω]]
#* [[ανωμαλία]] ή [[βλάβη]]
#* [[ανωμαλία]] ή [[βλάβη]]
#*: ''η απεργία της ΔΕΗ προκάλεσε πολλές '''διακοπές''' ρεύματος''
#*: {{πχ}} ''η απεργία της ΔΕΗ προκάλεσε πολλές '''διακοπές''' ρεύματος''
# (''στον πληθυντικό'') {{βλ|διακοπές}}
# (''στον πληθυντικό'') {{βλ|διακοπές}}

===={{συγγενικά}}====
* {{βλ|διακόπτω|δια|κοπή|κόπτω}}
{{clear}}
{{clear}}
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
Γραμμή 59: Γραμμή 62:
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
{{μτφ-τέλος}}


{{μτφ-τέλος}


----
----


=={{-grc-}}==
=={{-grc-}}==
{{grc-κλίση-'ψυχή'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < [[διακόπτω]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{l|διακόπτω|grc}} {{π|δια-|grc|000=-}}

==={{ουσιαστικό|grc}}===
==={{ουσιαστικό|grc}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
# το κόψιμο σε [[δύο]] μέρη
# το κόψιμο σε [[δύο]] μέρη, [[ρήγμα]]
# {{σνκδ}} στενό πέρασμα, στη στεριά ή τη θάλασσα, ανάμεσα σε βουνά
# {{σνκδ}} στενό πέρασμα, στη στεριά ή τη θάλασσα, ανάμεσα σε βουνά
# {{ελνστκ|σημ}} {{λ|διακοπή|el}}

===={{συγγενικά}}====
* {{βλ|διακόπτω|διά|κοπή|κόπτω|γλ=grc}}

==={{πηγές}}===
* {{Π:Λίντελ}}
* {{Π:ΛΟΓΕΙΟΝ}}


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 05:41, 22 Μαρτίου 2022

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διακοπή οι διακοπές
      γενική της διακοπής των διακοπών
    αιτιατική τη διακοπή τις διακοπές
     κλητική διακοπή διακοπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διακοπή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διακοπή (αρχαία σημασία: ρήγμα)

Ουσιαστικό

διακοπή θηλυκό

  1. η ενέργεια του διακόπτω
    η διακοπή της συνεδρίασης
    • η προσπάθεια να αποβάλει κάποιος μια βλαβερή συνήθεια
      η διακοπή του καπνίσματος (το κόψιμο)
    • διακοπή κύησης: η άμβλωση
  2. το αποτέλεσμα του διακόπτω
    • ανωμαλία ή βλάβη
      η απεργία της ΔΕΗ προκάλεσε πολλές διακοπές ρεύματος
  3. (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη διακοπές

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διακοπή αἱ διακοπαί
      γενική τῆς διακοπῆς τῶν διακοπῶν
      δοτική τῇ διακοπ ταῖς διακοπαῖς
    αιτιατική τὴν διακοπήν τὰς διακοπᾱ́ς
     κλητική ! διακοπή διακοπαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διακοπᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  διακοπαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διακοπή < διακόπτω

Ουσιαστικό

διακοπή θηλυκό

  1. το κόψιμο σε δύο μέρη, ρήγμα
  2. (συνεκδοχικά) στενό πέρασμα, στη στεριά ή τη θάλασσα, ανάμεσα σε βουνά
  3. (ελληνιστική σημασία) διακοπή

Συγγενικά

Πηγές