Λευκοθέα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λευκοθέα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λευκοθέα οι Λευκοθέες
      γενική της Λευκοθέας
    αιτιατική τη Λευκοθέα τις Λευκοθέες
     κλητική Λευκοθέα Λευκοθέες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Λευκοθέα < αρχαία ελληνική Λευκοθέα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /lef.koˈθe.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λευ‐κο‐θέ‐α

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λευκοθέα θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Λευκοθέ αἱ Λευκοθέαι
      γενική τῆς Λευκοθέᾱς τῶν Λευκοθεῶν
      δοτική τῇ Λευκοθέ ταῖς Λευκοθέαις
    αιτιατική τὴν Λευκοθέᾱν τὰς Λευκοθέᾱς
     κλητική ! Λευκοθέ Λευκοθέαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Λευκοθέ
γεν-δοτ τοῖν  Λευκοθέαιν
Η θεά, στον ενικό.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Λευκοθέα < → δείτε τη λέξη λευκοθέα (που έχει την ικανότητα να βλέπει το λευκό)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λευκοθέα, -ας θηλυκό

  1. (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) αλλιώς η Ινώ, ενάλια θεότητα των αφρών των κυμάτων, του φωτός, του πρωινού φωτός
    → δείτε παράθεμα στον επικό τύπο Λευκοθέη
    Ινώ-Λευκοθέα @greek-language.gr Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας
     συνώνυμα: Ἰνώ
  2. γυναικείο όνομα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις λευκός, θέα και θεάομαι

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]