δίψα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δίψα οι δίψες
      γενική της δίψας
    αιτιατική τη δίψα τις δίψες
     κλητική δίψα δίψες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δίψα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δίψα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈði.psa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δί‐ψα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δίψα θηλυκό

  1. το αίσθημα που προκαλεί η ανάγκη για νερό
  2. (μεταφορικά) η μεγάλη επιθυμία για κάτι
    δίψα για ζωή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δίψ αἱ δίψαι
      γενική τῆς δίψης τῶν διψῶν
      δοτική τῇ δίψ ταῖς δίψαις
    αιτιατική τὴν δίψᾰν τὰς δίψᾱς
     κλητική ! δίψ δίψαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δίψ
γεν-δοτ τοῖν  δίψαιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δίψα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δίψα θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]