διαδραστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαδραστικός < δια- + δραστικός < δράση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική interactive)
Επίθετο[επεξεργασία]
διαδραστικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός : εκπαίδευση, πληροφορική) για συσκευή, τεχνολογία, μέσο που επιτρέπει αμφίδρομη επικοινωνία και περιλαμβάνει ανθρώπινους χειριστές, οι οποίοι αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον της προσομοίωσης
- ↪βαθμιαία εισάγονται στα σχολεία διαδραστικοί πίνακες διδασκαλίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη διάδραση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαδραστικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δια- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Εκπαίδευση (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)