δυστράχηλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυστράχηλος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική δυστράχηλος μετοχή δυστραχηλῶν
Επίθετο[επεξεργασία]
δυστράχηλος, -η, -ο
- (σπάνιο, λόγιο) που δύσκολα υπομένει ζυγό
- Σε αυτές τις δυστράχηλες για το Βυζάντιο και την ορθοδοξία του επαρχίες, όπως η Συρία, η Παλαιστίνη και η Αίγυπτος, δημιουργήθηκε με πρωτεύουσα τη Δαμασκό, το Κράτος των Ομεϊαδών (660), πρώτη αραβική δύναμη που ορθώθηκε νικηφόρα κατά του Βυζαντίου, με όπλο το Djihad, δηλαδή τον ιερό κατακτητικό πόλεμο των μουσουλμάνων κατά των απίστων.
- Ελένη Γλύκατζη - Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, σελ. 32.
- Σε αυτές τις δυστράχηλες για το Βυζάντιο και την ορθοδοξία του επαρχίες, όπως η Συρία, η Παλαιστίνη και η Αίγυπτος, δημιουργήθηκε με πρωτεύουσα τη Δαμασκό, το Κράτος των Ομεϊαδών (660), πρώτη αραβική δύναμη που ορθώθηκε νικηφόρα κατά του Βυζαντίου, με όπλο το Djihad, δηλαδή τον ιερό κατακτητικό πόλεμο των μουσουλμάνων κατά των απίστων.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυστράχηλος
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
δυστράχηλος
- (μεταφορικά) σκληροτράχηλος, πεισματάρης, ανυπάκουος
- ※ 11ος αιώνας ⌘ Μιχαὴλ Ψελλός
- (λόγια μεσαιωνική) ἀλλ' ἐκεῖνος μεταποιῆσαι πάντα βουλόμενος, καὶ χρόνοις πολλοῖς τὴν ῾Ρωμαϊκὴν βασιλείαν ὑλομανήσασαν σπεύδων εὐθὺς ἐκτεμεῖν, ἢ καθαπερεὶ σῶμα τερατείας πάσης μεστὸν, κεφαλαῖς μὲν διαμεμερισμένον πολλαῖς, δυστράχηλόν τε καὶ πολυτράχηλον, χερσί τε οὐκ εὐαριθμήτοις διαπεπλασμένον, καὶ ποσὶν ἰσαρίθμοις χρώμενον...
- → λείπει η μετάφραση
- (λόγια μεσαιωνική) ἀλλ' ἐκεῖνος μεταποιῆσαι πάντα βουλόμενος, καὶ χρόνοις πολλοῖς τὴν ῾Ρωμαϊκὴν βασιλείαν ὑλομανήσασαν σπεύδων εὐθὺς ἐκτεμεῖν, ἢ καθαπερεὶ σῶμα τερατείας πάσης μεστὸν, κεφαλαῖς μὲν διαμεμερισμένον πολλαῖς, δυστράχηλόν τε καὶ πολυτράχηλον, χερσί τε οὐκ εὐαριθμήτοις διαπεπλασμένον, καὶ ποσὶν ἰσαρίθμοις χρώμενον...
- ※ 11ος αιώνας ⌘ Μιχαὴλ Ψελλός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- δυστραχηλῶ (-έω)
- δυστραχηλῶν (μετοχή)
Πηγές[επεξεργασία]
- δυστράχηλος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με αρχαίες κλίσεις (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δυσ- (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Επίθετα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ψελλό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα λόγιας μεσαιωνικής (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λόγια μεσαιωνική (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ελλείπουσες μεταφράσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)