εντροπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εντροπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία en- ( < αρχαία ελληνική ἐν) + trop- ( < (αρχαία ελληνική τροπή (στροφή, < τρέπω) + κατάληξη γερμανικά ή γαλλικά -ie ή αγγλικά -y ( < αρχαία ελληνικά -ία) < γερμανική Entropie, όρος δημιουργημένος από τον θεμελιωτή των νόμων της θερμοδυναμικής Rudolf Clausius (Ρούντολφ Κλάουζιους) τη δεκαετία του 1860. Δεν σχετίζεται η αρχαία λέξη ἐντροπία > ἐντροπή > ντροπή ή το ρήμα ἐντρέπω.[1][2]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εντροπία θηλυκό
- (φυσική, χημεία) το μέτρο της άχρηστης ή διεσπαρμένης ενέργειας που δεν μπορεί να παράγει έργο σε ένα θερμοδυναμικό σύστημα όταν αυτό εξελίσσεται προς κατάσταση αταξίας
- σύμβολίζεται με: S
- ※ όλα τα φυσικά συστήματα [...] οδεύουν φυσιολογικά προς την αταξία και το χάος. Έτσι, με την πάροδο του χρόνου, η εντροπία θα αυξάνεται συνεχώς έως ότου κάποτε δεν θα υπάρχει πια άλλη ενέργεια για να μετατραπεί σε θερμότητα, η εντροπία θα φτάσει στη μέγιστη τιμή της [...] οπότε θα επέλθει και ο λεγόμενος «Θερμικός Θάνατος» του Σύμπαντος (Σιμόπουλος, Διονύσης Π. Η άνοιξη του σύμπαντος. Αθήνα: Μεταίχμιο, 2018. σελ. 300)
- (θεωρία της πληροφορίας) ο βαθμός ανταγωνισμού δύο δυνατών απαντήσεων σε ένα ζητούμενο
- (κατ’ επέκταση) η τάση προς αταξία, αποσύνθεση και αποδιοργάνωση, η ροπή προς την εξάντληση της ενέργειας, την παύση της ζωής
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ενθαλπία (φυσική)
- θερμοδυναμική (φυσική)
- εντροπία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εντροπία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)