εξωθερμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξωθερμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ectotherm < αρχαία ελληνική ἐκτός + θερμός
Επίθετο[επεξεργασία]
εξωθερμικός
- (βιολογία) έμβιος οργανισμός (π.χ. βάτραχος) με περιορισμένη ικανότητα ρύθμισης της θερμοκρασίας του σώματός του, που εξαρτάται από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξωθερμικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)