επικούρειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επικούρειος < ελληνιστική κοινή Ἐπικούρειος
Επίθετο
[επεξεργασία]επικούρειος
- που έχει σχέση με τον Επίκουρο και τις φιλοσοφικές του απόψεις ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- ※ Η ασθματική απόλαυση της ερωτικής νιότης προ της επελάσεως του γήρατος ή του θανάτου αποτελεί κοινότατο τόπο στην κλασική ερωτογραφία, συχνά με τις ευλογίες μιας εξαπλουστευμένης επικούρειας φιλοσοφίας (Οβίδιος, Η τέχνη και τα αντίδοτα του Έρωτα, μετάφραση Θοδωρής Παπαγγελής, εκδ. Μεταίχμιο, 2021)
- (σπάνιο) ευδαιμονιστικός
- (ουσιαστικοποιημένο) επικούρειος: φιλόσοφος ή διανοητής που ασπάζεται τις φιλοσοφικές απόψεις του Επίκουρου ή ζει σύμφωνα μ’ αυτές
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Επίκουρος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επικούρειος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)