κατευθύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατευθύνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατευθύνω < (κατά) κατ- + εὐθύνω < εὐθύς

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.teˈfθi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τευ‐θύ‐νω

κατευθύνω, πρτ.: κατηύθυνα/κατεύθυνα, αόρ.: κατηύθυνα/κατεύθυνα, παθ.φωνή: κατευθύνομαι, π.αόρ.: κατευθύνθηκα

  1. (κυριολεκτικά) δίνω σε πρόσωπο ή πράγμα μια κατεύθυνση
     συνώνυμα: οδηγώ, διευθύνω
  2. (μεταφορικά) επιδρώ σε κάποιον καθορίζοντας τη συμπεριφορά ή τις ενέργειές του
     συνώνυμα: καθοδηγώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις κατά, ευθύνομαι και ευθύς

Ο ενεργητικός παρατατικός και ο αόριστος έχουν και τύπο κατηύθυνα.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



ζητούμενο λήμμα