λύσιμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λύσιμο τα λυσίματα
      γενική του λυσίματος των λυσιμάτων
    αιτιατική το λύσιμο τα λυσίματα
     κλητική λύσιμο λυσίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λύσιμο < ελληνιστική κοινή λύσιμον < αρχαία ελληνική λύω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λύσιμο ουδέτερο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη λύνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]