μακροήμερος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μακροήμερος η μακροήμερη το μακροήμερο
      γενική του μακροήμερου της μακροήμερης του μακροήμερου
    αιτιατική τον μακροήμερο τη μακροήμερη το μακροήμερο
     κλητική μακροήμερε μακροήμερη μακροήμερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μακροήμεροι οι μακροήμερες τα μακροήμερα
      γενική των μακροήμερων των μακροήμερων των μακροήμερων
    αιτιατική τους μακροήμερους τις μακροήμερες τα μακροήμερα
     κλητική μακροήμεροι μακροήμερες μακροήμερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μακροήμερος λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

μακροήμερος

  1. μακρόβιος
  2. που διαρκεί πολλές ημέρες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μακροήμερος τὸ μακροήμερον
      γενική τοῦ/τῆς μακροημέρου τοῦ μακροημέρου
      δοτική τῷ/τῇ μακροημέρ τῷ μακροημέρ
    αιτιατική τὸν/τὴν μακροήμερον τὸ μακροήμερον
     κλητική ! μακροήμερε μακροήμερον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μακροήμεροι τὰ μακροήμερ
      γενική τῶν μακροημέρων τῶν μακροημέρων
      δοτική τοῖς/ταῖς μακροημέροις τοῖς μακροημέροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μακροημέρους τὰ μακροήμερ
     κλητική ! μακροήμεροι μακροήμερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μακροημέρω τὼ μακροημέρω
      γεν-δοτ τοῖν μακροημέροιν τοῖν μακροημέροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μακροήμερος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

μακροήμερος, -ος, -ον

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]